Όχι, απόψε δεν πίνω.
Εσείς, όμως, ελεύθερα!
Και για καληνύχτες, ο αγαπημένος μου:
για τις κλήσεις εκείνες που ανέφερα σε κάποια "πρόσφατη" ανάρτηση.
Κι ίσως, ίσως λέω, να είναι το παρακάτω αφιέρωση. Ίσως:
Τραγουδομπλογκ γίναμε, αλλά δε γαμεις.
The diary of a scholar (now with diagnosed BDP and OCPD!)
Όχι, απόψε δεν πίνω.
Εσείς, όμως, ελεύθερα!
Και για καληνύχτες, ο αγαπημένος μου:
για τις κλήσεις εκείνες που ανέφερα σε κάποια "πρόσφατη" ανάρτηση.
Κι ίσως, ίσως λέω, να είναι το παρακάτω αφιέρωση. Ίσως:
Τραγουδομπλογκ γίναμε, αλλά δε γαμεις.
Ήρθες. Τόσα χρόνια αργότερα, εμφανίζεσαι σαν να δε συμβαίνει τίποτα.
Σαν να δεν μαλώσαμε ποτέ. Σαν να δε χωρίσαμε ποτέ. Εμφανίζεσαι και με φιλάς, ξαφνικά, απρόσμενα και παθιασμένα. Παγώνω. Το μυαλό μου μπερδεύεται. Είσαι εδώ, μα δεν ήσουν τόσο καιρό.Ίσως είχα φύγει εγώ, δεν έχει καμία σημασία. Επικεντρώνομαι στο οτι ήρθες, μα ξαφνικά. Έφερες δώρα μαζί σου, με περίμενες λες.
Κάθεσαι στα σκαλιά της πολυκατοικίας και δε μπορώ να σε αποφύγω. Περνώ δίπλα σου, σε αγνοώ. Είμαι, άλλωστε, στον κόσμο μου κλεισμένη συνήθως. Μα, καθώς προσπερνώ, προλαβαίνω να δω μια ακτίνα μειδιάματος στο πρόσωπό σου. Ξέρεις πως προσπαθώ να σε αποφύγω. Ξέρεις πως αυτό που κάνεις είναι αδιανόητο. Ανεύθυνο, αναξιόπιστο. Κι έτσι όπως ανεβαίνοντας θεωρώ ότι γλιτώνω, "μωρό μου;" ακούω να μου λες. Σε αγνοώ μια φορά. "Μωρό μου!;" μου λες πιο επιτακτικά. Δεύτερη φορά. Διστάζω, μα παγώνω στη θέση μου.
Στρέφω το βλέμμα, φοβισμένη, έκπληκτη. Σε θωρώ μπερδεμένη. Γιατί να είσαι εδώ, γιατί τώρα και πως άραγε ήξερες οτι έρχομαι. Ίσως εκείνος...
Σηκώνεσαι, με αρπάζεις και αδύναμη να αντιδράσω, γίνομαι πρωταγωνίστρια μιας σκηνής που δε γνώριζα οτι υπάρχει. Φέρεσαι και φαίνεσαι να είσαι ο σκηνοθέτης, σε μια παράσταση που δεν συμφώνησα ποτέ. Με φιλάς παθιασμένα. Σοκάρομαι ακόμα περισσότερο.
Μου δίνεις στα χέρια μια σακούλα με δώρα και μου λες πόσο σου έλειψα. Με περίμενες λες και καλώς ήρθα πίσω. Τι να εννοείς, σκέφτομαι, αφού εγώ ήρθα για να φύγω. Δεν είσαι στη ζωή μου χρόνια ολόκληρα, όχι απλώς κάποιους μήνες. Θεώρησα πως είχες προχωρήσει, καθώς έχω προχωρήσει κι εγώ παράλληλα. Η αλήθεια είναι πως βρίσκεσαι έξω απο το σπίτι που νοικιάζω προσωρινά. Μέσα βρίσκεται ο σύντροφός μου. Τι θα σκεφτεί, άραγε, αν μας δει έτσι μαζί; "Πρέπει να επιστρέψω στη δουλειά, θα σε δω μετά" μου λες, σαν να μη μας έχει αλλοιώσει δευτερόλεπτο. Όπως παλιά.
Η σκηνή αλλάζει. Στέκομαι σαστισμένη, με μια σακούλα δώρα στα χέρια, ακριβώς όπως μου δόθηκε. Ο σύντροφός μου εκεί, στέκει μπροστά μου και γελώντας μου λέει πόσο τυχεροί είμαστε που δε βρεθήκαμε όλοι μαζί. Αγνοεί τον τρόμο που έχω στο βλέμμα. Αγνοεί τη σακούλα. Σχεδόν αγνοεί την ύπαρξή μου. Σαν να βρίσκεται σε μέθη. Ή εγώ κλεισμένη σε μια γυάλα.
"Δε βρεθήκαμε" επαναλαμβάνει το κεφάλι μου σαν κάποιο ξόρκι. Δεν είναι αλήθεια, μα τίποτα δεν αλλάζει. Δε βλέπει πόσο πονάω, πόσο πολύ στα χαμένα βρίσκομαι. Προσπαθώ να μιλήσω μα δεν αρθρώνω λέξη. Κι εκείνος επιμένει στη χαρά του. Κι εγώ να προσπαθώ.
"Είναι εδώ!" καταφέρνω φοβισμένη να πω. Μα η αγανάκτισή μου καταπλακώνεται απο τη δυσπιστία του. Του δείχνω τα δώρα, βάζω τη σακούλα ψηλά στο ύψος του προσώπου του. Γελάει, σαν να παίζω κάποιο παιχνίδι ζήλειας. Μα δεν είναι αυτό. Συνεχίζω να επιμένω να θέλω να εξηγήσω. Με κόβει με δήθεν εξηγήσεις.
Και τότε το βλέμμα του με συναντάει σοβαρό. Τα δώρα πέφτουν. Η καρδιά σταματά. Οι λέξεις παύουν. Σιωπή.
Και τα πάντα γύρω σπάνε σε χιλιάδες κομμάτια...
Προηγούμενο μέρος : Η νύχτα είναι μοιραία- "Θέλω να σου μιλήσω"
Τα κουμπιά ξεκουμπώνουν ένα ένα. Οι ανάσες πιο βαριές, πιο έντονες. Το μυαλό δε λειτουργεί, μονάχα το σώμα, αφού ένα ζωώδες ένστικτο ανέρχεται στην επιφάνεια και καλύπτει τα πάντα. Ο καναπές σε λίγο θα γίνει μάρτυρας της αναζωπύρωσης ενός παλαιού πάθους, που θα κατακλύσει το χώρο με βογκητά κι αναστεναγμούς.
Ρούχα και παπούτσια στο πάτωμα και το ποτήρι με το ουίσκι πεσμένο λίγο πιο πέρα στο τραπέζι, να ποτίζει το χαλί αλκοόλ. Ο ένας γύρος διαδέχεται τον επόμενο κι ο ήλιος αρχίζει δειλά να προβάλει.
Και μαζί με τον ήλιο, έρχονται και οι ενοχές. Η Άννα ανάβει τσιγάρο και χάνεται στις σκέψεις της. Ο Αλκιβιάδης απο την άλλη, χαζεύει το ταβάνι με ένα μειδίαμα στα χείλη. Είναι ο κερδισμένος της υπόθεσης. Με μια συγνώμη, κατέκτησε ολόκληρο πύργο. Πολύ καλύτερα απο ότι περίμενε.
"Θα μπω για ένα ντους εγώ", του λέει και κλείνεται στο μπάνιο.
Η ώρα περνάει καθώς εκείνη προσπαθεί να ξεπλύνει τις ενοχές με μπόλικο καυτό νερό. Μάταια. Τα συναισθήματα ενίοτε είναι ανάμεικτα και νιώθει έκπληξη όταν τον βρίσκει αποκαμωμένο στον καναπέ.
Απτόητη ξαπλώνει με τη σειρά της στο κρεβάτι και κοιμάται για κανένα δίωρο. Μέχρι εκείνος να ξυπνήσει, αυτή δεν είναι πλέον στο σπίτι. Και καθώς φεύγει παραξενεμένος, κλείνει την πόρτα πίσω του...
Τις προσεχείς ημέρες γίνονται μερικές προσπάθειες εκ μέρους του για επικοινωνία οι οποίες βρίσκονται τελικά στις αναπάντητες κλήσεις. Ένα μήνυμα "θέλω να σε δω", μένει επίσης στα αζήτητα. Έχει απομωνωθεί και δε θέλει κανέναν να δει. Ούτε και τον Αλέξανδρο, ο οποίος ανησυχεί και πάει να τη βρει στο σπίτι της. Τον υποδέχεται σχεδόν αδιάφορα κι αποφεύγει ένα φιλί.
- Είσαι καλά; τη ρωτά.
- Ναι μια χαρά, εσύ;
- Καλά είμαι κι εγώ αλλά σε ρωτάω επειδή δεν απαντάς καν στο τηλέφωνο.
- Α, με πήρες; Δε θα το άκουγα...
- Σε πήρα τόσες φορές, δεν έτυχε να δεις το κινητό σου καθόλου;
- Ε, όχι, είναι αλήθεια οτι δουλεύω αρκετά ακόμα και στο σπίτι τώρα τελευταία, οπότε...
- Εντάξει τότε, αν είναι μονο αυτό, της λέει και την τραβάει πάνω του.
Μένουν έτσι αγκαλιασμένοι για λίγα λεπτά. Το κινητό της χτυπάει και δε δίνει καμία σημασία, ώσπου να το επισημάνει ο Αλέξανδρος. "Α, ναι", λέει και απαντάει. "Ναι, Σοφάκι μου, θα τα πούμε εκεί", λέει και κλείνει.
- Έχεις κάπου να πας; τη ρωτάει
- Η αλήθεια είναι οτι είχα κανονίσει κάτι με τη Σοφία και τη Λίζα απο μέρες.
- Θα σε πετάξω εγώ όπου θες, της λέει.
- Ναι, αλλά μείνε λίγο ακόμα εδώ έτσι. Είναι ωραία η αγκαλιά σου, του λέει κι εκείνος της φιλάει το κεφάλι. Αλέξανδρε; Θέλω να σου πω κάτι, του λέει.
- Πες μου, ακούω.
Κάνει μια σύντομη παύση και κάτι πάει να ξεστομίσει, αλλά το αλλάζει τελευταία στιγμή, ενώ προλαβαίνει να πει "Ο Αλκιβιάδης".
- Ναι, τον είδα τις προάλλες τον Αλκιβιάδη, λέει αφελώς ο Αλέξανδρος.
- Α ναι; ρωταπαντάει με απορία.
- Ναι, έβγαινε απο την πολυκατοικία σου.
Στα μάτια της αστραπιαία λάμπει η ενοχή, μα ο Αλέξανδρος δεν προλαβαίνει να το δει, γιατί συνεχίζει:
-Είχε έρθει να επισκεφθεί τη θεία του.
- Α ναι; Έτσι σου είπε;
-Ε ναι, τι, απο το μυαλό μου το έβγαλα; λέει και γελάει.
- Ε ναι, όχι βέβαια, λέει κι εκείνη και γελάει αμήχανα.
- Τι ήθελες όμως να μου πεις, νομίζω σε διέκοψα.
- Α τίποτα το ιδιαίτερο, απλά θυμήθηκα οτι τραγούδησε ωραία στο καραόκε. Σκεφτόμουν μήπως τα ξανακάναμε, λέει αμήχανα κι όλα γυρίζουν στο κεφάλι της χειρότερα με αυτή τη σκέψη.
- Πολύ ωραία ιδέα. Αλλά δεν έχω το τηλέφωνό του για να τον πάρω. Εσύ;
Πανικοβάλλεται.
- Ναι, δηλαδή όχι, ίσως... λέει σα χαμένη.
- Παιδί μου το έχεις ή όχι ; Τι ναι, όχι ίσως; απορεί.
- Δεν το έχω! λέει σύντομα κι ενοχικά. Αλλά σκέφτηκα πως τώρα που θα συναντήσω τα κορίτσια, να το συζητήσω και μαζί τους και αν θέλουν... αν ξαναλέω, να ρωτήσουμε τον Άκη.
- Μα γιατί να μη θέλουν; Νομίζω πως όλοι περάσαμε ωραία, της χαμογελάει.
- Ναι... Άντε πάμε τώρα να μην περιμένουν τα κορίτσια, του λέει και φεύγουν.
Δε σου άξιζα.
Ποτέ και καθόλου.
Και γι' αυτό έφυγα. Μια μέρα, έφυγα, ξαφνικά, χωρίς προφανή λόγο.
Μα πάντα ήξερες. Ήξερες το πόσο καλύτερη ήμουν απο σένα κι ότι ποτέ δε θα με έφτανες.
Προσπάθησες πολλάκις να με ρίξεις. Κι έπεφτα. Μα σηκωνόμουν και μετά έπεφτα ξανά.
Κι όλα αυτά για σένα κι εξαιτίας σου.
Το φεγγάρι αποδείχτηκε πολύ μακρινό κι άπιαστο. Κι έτσι πέσαμε σε τοίχο. Ίσως και τον πρώτο που βρήκες να μας ρίξεις.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, επέστρεψες και με κατηγορείς. Ασύστολα.
Τώρα τι θες; Μετάνιωσες λες, μα τώρα τι να το κάνω;
Μας χωρίζει ένας τοίχος. Αυτός που μας πέταξες πάνω του. Κι αν κατάφερες να με δεις για λίγο, ήταν μονάχα η σκιά μου. Κι αυτή η σκιά είναι ότι έχει απομείνει απο εμάς...