Subscribe:

Wednesday, February 17, 2021

Ήρθες ;

Ήρθες. Τόσα χρόνια αργότερα, εμφανίζεσαι σαν να δε συμβαίνει τίποτα.

Σαν να δεν μαλώσαμε ποτέ. Σαν να δε χωρίσαμε ποτέ. Εμφανίζεσαι και με φιλάς, ξαφνικά, απρόσμενα και παθιασμένα. Παγώνω. Το μυαλό μου μπερδεύεται. Είσαι εδώ, μα δεν ήσουν τόσο καιρό.Ίσως είχα φύγει εγώ, δεν έχει καμία σημασία. Επικεντρώνομαι στο οτι ήρθες, μα ξαφνικά. Έφερες δώρα μαζί σου, με περίμενες λες. 


Κάθεσαι στα σκαλιά της πολυκατοικίας και δε μπορώ να σε αποφύγω. Περνώ δίπλα σου, σε αγνοώ. Είμαι, άλλωστε, στον κόσμο μου κλεισμένη συνήθως. Μα, καθώς προσπερνώ, προλαβαίνω να δω μια ακτίνα μειδιάματος στο πρόσωπό σου. Ξέρεις πως προσπαθώ να σε αποφύγω. Ξέρεις πως αυτό που κάνεις είναι αδιανόητο. Ανεύθυνο, αναξιόπιστο. Κι έτσι όπως ανεβαίνοντας θεωρώ ότι γλιτώνω, "μωρό μου;" ακούω να μου λες. Σε αγνοώ μια φορά. "Μωρό μου!;" μου λες πιο επιτακτικά. Δεύτερη φορά. Διστάζω, μα παγώνω στη θέση μου. 

Στρέφω το βλέμμα, φοβισμένη, έκπληκτη. Σε θωρώ μπερδεμένη. Γιατί να είσαι εδώ, γιατί τώρα και πως άραγε ήξερες οτι έρχομαι. Ίσως εκείνος... 

Σηκώνεσαι, με αρπάζεις και αδύναμη να αντιδράσω, γίνομαι πρωταγωνίστρια μιας σκηνής που δε γνώριζα οτι υπάρχει. Φέρεσαι και φαίνεσαι να είσαι ο σκηνοθέτης, σε μια παράσταση που δεν συμφώνησα ποτέ. Με φιλάς παθιασμένα. Σοκάρομαι ακόμα περισσότερο.


Μου δίνεις στα χέρια μια σακούλα με δώρα και μου λες πόσο σου έλειψα. Με περίμενες λες και καλώς ήρθα πίσω. Τι να εννοείς, σκέφτομαι, αφού εγώ ήρθα για να φύγω. Δεν είσαι στη ζωή μου χρόνια ολόκληρα, όχι απλώς κάποιους μήνες. Θεώρησα πως είχες προχωρήσει, καθώς έχω προχωρήσει κι εγώ παράλληλα. Η αλήθεια είναι πως βρίσκεσαι έξω απο το σπίτι που νοικιάζω προσωρινά. Μέσα βρίσκεται ο σύντροφός μου. Τι θα σκεφτεί, άραγε, αν μας δει έτσι μαζί; "Πρέπει να επιστρέψω στη δουλειά, θα σε δω μετά" μου λες, σαν να μη μας έχει αλλοιώσει δευτερόλεπτο. Όπως παλιά.


Η σκηνή αλλάζει. Στέκομαι σαστισμένη, με μια σακούλα δώρα στα χέρια, ακριβώς όπως μου δόθηκε. Ο σύντροφός μου εκεί, στέκει μπροστά μου και γελώντας μου λέει πόσο τυχεροί είμαστε που δε βρεθήκαμε όλοι μαζί. Αγνοεί τον τρόμο που έχω στο βλέμμα. Αγνοεί τη σακούλα. Σχεδόν αγνοεί την ύπαρξή μου. Σαν να βρίσκεται σε μέθη. Ή εγώ κλεισμένη σε μια γυάλα. 

"Δε βρεθήκαμε" επαναλαμβάνει το κεφάλι μου σαν κάποιο ξόρκι. Δεν είναι αλήθεια, μα τίποτα δεν αλλάζει. Δε βλέπει πόσο πονάω, πόσο πολύ στα χαμένα βρίσκομαι. Προσπαθώ να μιλήσω μα δεν αρθρώνω λέξη. Κι εκείνος επιμένει στη χαρά του. Κι εγώ να προσπαθώ. 


"Είναι εδώ!" καταφέρνω φοβισμένη να πω. Μα η αγανάκτισή μου καταπλακώνεται απο τη δυσπιστία του. Του δείχνω τα δώρα, βάζω τη σακούλα ψηλά στο ύψος του προσώπου του. Γελάει, σαν να παίζω κάποιο παιχνίδι ζήλειας. Μα δεν είναι αυτό. Συνεχίζω να επιμένω να θέλω να εξηγήσω. Με κόβει με δήθεν εξηγήσεις.


"Είναι έξω απο την πόρτα! Με φίλησε!" εξομολογούμαι ουρλιάζοντας να με πιστέψει.


Και τότε το βλέμμα του με συναντάει σοβαρό. Τα δώρα πέφτουν. Η καρδιά σταματά. Οι λέξεις παύουν. Σιωπή. 

Και τα πάντα γύρω σπάνε σε χιλιάδες κομμάτια...




0 comments:

Post a Comment

Your opinion is...?