Subscribe:

Tuesday, March 24, 2020

Πόσο όμορφο τραγούδι!

Πες τα Νατάσα.




να δούμε πότε θα ξημερώσει...

Thursday, March 19, 2020

Η νύχτα είναι μοιραία- Φίλε έλα απόψε που πονάω

- Τι έπαθες αγόρι μου και με φώναξες εδώ άρον άρον; Λέγε γρήγορα, έχω αφήσει την Κάτια στο εμπορικό.
- Δε θα πάθει τίποτα. Εσύ, όμως, μπορεί.
- Τι θα πάθω εγώ;
- Κακώσεις σε όλο σου το σώμα, αν δε μου πεις τι ξέρεις για τον Αλέξανδρο!
- Έλα Χριστέ μου, τρελάθηκες; ρωτά ο Άκης και ανακάθεται στη θέση του.

Η σερβιτόρα έρχεται να πάρει την παραγγελία του Άκη, ο οποίος προσπαθεί να τελειώνει γρήγορα για να επιστρέψει στην Κάτια.

-Πάρε ένα ρημαδοκαφέ και κάτσε, δε θα ξεμπερδέψουμε εύκολα, λέει ο Αλκιβιάδης.
-Φέρε μου σε παρακαλώ, έναν ελληνικό σκέτο της παρηγοριάς, γιατί με βλέπω μακαρίτη, λέει ο Άκης στραβωκοιτώντας τον Αλκιβιάδη. Τι έπαθες παιδί μου;
-Θα γίνω θηρίο αν δεν μου πεις τι ξέρεις για τον Αλέξανδρο, επιτάσσει.
-Ρε, σου είπα και την άλλη φορά... Βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι, χθες ήμασταν μαζί και προσπάθησα να την ψαρέψ...
-Τι;; τον διακόπτει ο άλλος. Ποιοί ήσασταν μαζί; Κι εγώ γιατί έλειπα; ρωτά μανιασμένος σχεδόν.
-Ρε αγόρι μου, κούλαρε λίγο. Τυχαία βρεθήκαμε, δεν ήταν κανονισμένο. Έτυχε να έρθει στο ίδιο μπαρ, με τον Αλέξανδρο.
-Ε;; Γιατί δε με πήρες να μου το πεις; απαιτεί ο Αλκιβιάδης.
-Τις κουμπάρες θα παίζουμε ρε βλαμμένε; Τι είμαστε, δεκαπεντάχρονα; Ή μήπως θα ερχόσουν δήθεν τυχαία να μου κρατάς φανάρι με την Κάτια; Μόνοι μας ήμασταν αρχικά! νευριάζει ο Άκης.
-...
-Και τελοσπάντων για σένα τη ρώτησα, αγανακτεί.
-Τι τη ρώτησες, δηλαδή; ρωτά πιο ήρεμα ο Αλκιβιάδης.
-Εν ολίγης αν είναι με τον Αλέξανδρο...
-Ναι, και; Θα μου τη βγάλεις την πίστη; Γιατί τον είδα που έφυγε πριν λίγο απο το σπίτι της.
-Τι κάνεις μωρέ μαλάκα, την παρακολουθείς; παραξενεύεται αυτός.
-Όχι ρε, πήγαινα να της μιλήσω και τον πέτυχα έξω απο την είσοδο της πολυκατοικίας.
-Και; Έδειχνε ανακουφισμένος;
-Μαλάκα θα σε δείρω, του λέει και κάνει να τον χτυπήσει.

Ο Άκης γελάει και τον αποφεύγει λέγοντας:
-Ζηλεύουμε Αλκιβιάδη; και μειδιάζει χαιρέκακα.
-Τι σου είπε ρε φίλε, μιας και ρώτησες... ξεφυσά ο άλλος.
-Ε, βασικά οτι κάνουν παρέα εν ολίγης, αλλά αφού μου λες τον πέτυχες πρωινιάτικα έξω απο το σπίτι της, δεν αποκλείω να κάνουν παραπάνω απο παρέα, παρατηρεί αυτός.

Ο Αλκιβιάδης δείνει μια γροθιά στο τραπέζι και μονολογεί "στο διάολο άργησα".

-Στα 'λεγα; τον επιπλήτει ο Άκης.
-Και τώρα τι κάνω ρε φίλε; ρωτά απεγνωσμένα.
-Ξέρω γω, έτσι όπως τα 'κανες, λούσου τα. Γιατί δεν πας απο το σπίτι της να της μιλήσεις να δεις τι παίζει; Άντε μην το καθυστερείς άλλο, τον προτρέπει σαν καλός φίλος.
-Λες,ε;
-ε, λέω.
-Καλά, πάω. Α, πλήρωσε και τον δικό μου, του λέει και φεύγει.
-Φίλοι σου λέει μετά, μονολογεί ο Άκης.

Όμως ο Αλκιβιάδης δε θα βρει κανέναν στο σπίτι της Άννας...

Η νύχτα είναι μοιραία- Ερωτήσεις, κύριε; (μέρος 17ο)

(δεν ξέρω τι παίχτηκε και δεν δημοσιεύτηκε αυτό αλλά έρχεται πριν απο το "εγώ προχώρησα")


Η ώρα έχει πάει εννιά κι Άννα συναντά αμήχανη τον Αλέξανδρο.
-Καλησπέρα, του λέει καθώς μπαίνει στο αμάξι.
-Τι καλησπέρα γλυκιά μου, δεν είμαστε σε μίτινγκ. Τι έχεις;
-Τίποτα... Πού θα με πας; τον ρωτά με  προσποιητό νάζι, κόλπο για να αποφύγει την αμηχανία.
Εκείνος της κοιτάζει για λίγα δευτερόλεπτα, σκάει ένα πλατύ χαμόγελο και της λέει:
- Έτσι σε θέλω! Φύγαμε για κέντρο
-"Έπιασε", σκέφτεται εκείνη που μόλις έχει εξαγοράσει λίγο χρόνο.

Στο ιδιο μπαρ που καταλήγουν και καθώς πίνουν δυο ποτά, παρατηρούν οτι βρίσκεται κι ο Άκης με την Κάτια σε τρυφερό τετ-α-τετ. Αποφασίζουν να καθίσουν μαζί τους:

-Γεια σας παιδιά, λέει χαρούμενα η Άννα.
-Α! καλώς τους, απαντούν και οι δύο. Καθίστε.
-Τώρα σας είδαμε, εξηγεί ο Αλέξανδρος. Εκεί πέρα καθόμασταν.
-Πώς πάει; ρωτά ο Άκης και πιάνουν μια κουβέντα γενικού περιεχομένου.

Μισή ώρα αργότερα η Άννα παίρνει τα τσιγάρα της και βγαίνει έξω να καπνίσει.
-Θα σε συνοδεύσω, της λέει ο Άκης.
-Πάμε.

Καθώς βρίσκονται έξω, όμως, κανείς δε μιλά σε κανέναν, αλλά ο Άκης όλο κάτι θέλει να πει και το σκέφτεται.

-Ρώτα με ρε Άκη, μη το ζαλίζεις.
-Τι να σε ρωτήσω; κάνει δήθεν αδιάφορα.
-Ε, δεν ξέρω τι έχεις στο μυαλό σου, αλλιώς ίσως και να σου το απαντούσα απο μόνη μου, αλλά για να ήρθες, κάτι θες.
-Να σου κάνω παρέα! διαμαρτύρεται.
-Καλά, λέει απότομα. Να ρωτήσω εγώ τότε.
-Ρώτα.
-Ο φίλος σου είναι βλαμμένος;
-'Ελα μου; παραξενεύεται εκείνος με την ερώτηση.
-Σόρυ, υπέθεσα οτι ξέρεις τι έχει παιχτεί με τον Αλκιβιάδη...
Παύση.
-Ξέρω. Αλλά και δεν ξέρω.
Τον κοιτά με το φρύδι σηκωμένο.
-Εννοώ ξέρω ο,τι μου έχει πει, δεν ξέρω αν είναι βλαμμένος.
-Σωστά, λέει με αναστεναγμό. Φίλος σου είναι άλλωστε.
-Όχι, δεν εννοώ αυτό.  Είναι φίλος μου, αλλά άβυσσος η ψυχή του.
Η Άννα σβήνει το τσιγάρο. Πριν μπει μέσα, όμως, την πιάνει απο το μπράτσο.
-Με τον Αλέξανδρο τι παίζει;
-Σου πήρε ένα δεκάλεπτο, αλλά ρώτησες.
Χαμηλώνει το βλέμμα εκείνος.
-Άκη, την αλήθεια θα σου πω, ξέρω οτι δεν είσαι βαλτός. Δεν ξέρω τι γίνεται. Φαίνεται να του αρέσω.
-Οκ, αλλά σε εσένα, αρέσει;
Τον κοιτά, σταματά για λίγο και μπαίνοντας μέσα του απαντά:
-Ωραία παρέα είναι, καλά περνάμε. Πάμε τώρα...


Φτάνοντας στο τραπέζι, βλέπουν τον Αλέξανδρο με την Κάτια να έχουν ξεκαρδιστεί.
-Μα τι καλή παρέα που είσαι βρε Αλέξανδρε, του λέει μέσα απο την ψυχή της.
Η Άννα κοιτά τον Άκη με ύφος "στα 'λεγα γω" και μειδιάζει.
Και η ώρα περνάει και οι τέσσερίς τους γίνονται μια καλή παρέα για το βράδυ...

Λίγα ποτά αργότερα κι ενώ περπατούν δίπλα δίπλα προς το αμάξι, ο Αλέξανδρος προτείνει στην Άννα:
-Θέλεις να συνεχίσουμε κάπου οι δυο μας;
Σταματά και τον κοιτάζει.

Τον αρπάζει με τα χέρια της και αρχίζει να τον φιλά, εκεί, στη μέση του δρόμου.
-Λέω ναι, να πάμε κάπου, του λέει μόλις κάνει παύση.
Την κοιτάζει αμήχανος, παραξενεμένος.
-Σε κάποιο μπαρ εννοώ, διευκρινίζει.
- Ναι, σωστά, δηλώνει και σκέφτεται που να πάνε. Ξέρω ένα πιάνο μπαρ, τι θα έλεγες;
- Η πιο τέλεια ιδέα! Σου το χρωστάω να πιούμε ενα καλό κρασί μαζί και να απολαύσουμε τη νύχτα, του χαμογελά .

Και τον πιάνει αγκαζέ και προχωράνε...