Subscribe:

Saturday, July 16, 2022

Η νύχτα είναι μοιραία- Τέλος καλό;

 Προηγούμενο μέρος: η νύχτα είναι μοιραία - Επιτέλους μιλήσαμε


-Ηρθα εδώ, με αυτό το τριαντάφυλλο, της λέει και της δίνει αυτό που είχε στο πέτο, να σου πω πως δε μπορώ να σταματήσω να σε σκέφτομαι. Σου έχω κάνει τόσες κλήσεις. Θέλω να μπορώ να σε ξαναδώ. Και τώρα; Σε βλέπω με αυτόν;! Δε μπορώ να τον βλέπω να σε αγγίζει, της λέει και την τραβά από τη μέση κοντά του. 

Ένταση στην ατμόσφαιρα.

-Εγώ σε θέλω, και σε θέλω μόνο για μένα, της ψυθιρίζει στο αυτί. Σε θέλω, της ξαναλέει, ενώ τα χείλη του αγγίζουν απαλά το λαιμό της.

- Κι εγώ σε θέλω, του απαντάει.

Και φιλιούνται με ένα πάθος που παγώνει το χρόνο σχεδόν. Παραμένουν έτσι, λαμβάνοντας ο ένας, την ύπαρξη του άλλου.

-Πάμε να φύγουμε, της λέει και κατευθύνονται στο αυτοκίνητό του.

- Μα ήρθα με τον Αλέξανδρο! αναφωνεί.

-Γάμα τον, κάτι σου έτυχε. Εγώ! της λέει και της χαμογελάει ενώ μπαίνουν μέσα.


Οδηγάει ως το σπίτι της και μπαίνουν μέσα χωρίς να μπορούν να ξεκολλήσουν τα χείλη τους. Τα ρούχα βγαίνουν γρήγορα, οι ανάσες βαριές και καυτές, ιδρώτας στο κορμί. Ο Αλκιβιάδης οδηγεί το χέρι της στο σκληρό του σημείο, εκείνη τον χαιδεύει και τον στέλνει σ'έναν επίγειο παράδεισο με τα χείλη της. Έπειτα, εκείνος τη σηκώνει, την πετάει στο κρεβάτι και είναι η σειρά του να της χαρίσει έναν κλειτοριδικό οργασμό. Ώσπου τελικά να την πάρει, σε ένα κόσμο ονειρικό, γεμάτο οργασμούς, σπασμούς και βογγητά. 


Το βράδυ περνάει και ξυπνάνε τυλιγμένοι στα σεντόνια, αγκαλιά. 

-Καλημέρα, του λέει κι εκείνος τη φιλάει τρυφερά στο μέτωπο.

 Εκείνη σηλώνεται κι ετοιμάζει δυο φραπέδες που θα πιουν στο παράθυρο. Καθώς της πιάνει το χέρι της λέει:

- Θέλω να σε έχω μόνο δικιά μου. Θα μου πεις οτι θα σταματήσεις να βλέπεις τον Αλέξανδρο; Δεν το αντέχω να σε έχω και να μη σέ έχω.

- Με τον Αλέξανδρο, δεν έχουμε σχέση αλλά βλεπόμαστε. Ξέρεις, τον γνώρισα μετά από το συμβάν.

- Το συμβάν, εννοείς όταν σταμάτησες να μου μιλάς;

-Τι εννοείες; Εσύ δεν πήρες ποτέ;!

- Α, ναι; δεν ήμουν εγώ αυτή που γύρισε και δεν είπε τίποτα. Απο σένα περίμενα τηλέφωνο αλλά ούτε εσύ το σήκωσες να πάρεις ποτέ.

-Θέλεις να πεις οτι όλο αυτό έγινε απο μια παρεξήγηση;

-Έτσι φαίνεται. Αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός οτι μου είπες ψέματα χθες.

- Τι ψέματα είπα;

- Ότι ήσουν με την ξαδέρφη σου για ψώνια! λέει ελαφρώς εκνευρισμένος. Αφού ήσουν μ' αυτόν!

-Βασικά ναι, έχεις δίκιο, είπα ψέματα, αλλά όταν με πήρες δεν ήμουν με τον Αλέξανδρο αλλά με το Σωτήρη... Μόλις με είχε πάρει τηλέφωνο κι εμείς οι δύο είχαμε κανονίσει το καραόκε...

-Περίμενε, εσύ μου είπες οτι είχατε κανονίσει ήδη. Άρα προσπάθησες να με αποφύγεις! λέει θυμωμένος πλέον.

-Όχι, όχι. Το αντίθετο, το κανόνισα έτσι ώστε να σε δω. Αλλά μετά πήρε ο Αλέξανδρος και τα έχασα κάπως και τον κάλεσα κι εκείνον, λέει προσπαθώντας να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα.

- Σίγουρα έτσι έγιναν τα πράγματα;

-Ναι και όντως βλέπω οτι υπάρχουν παρεξηγήσεις μεταξύ μας. Λυπάμαι πολύ που δεν το λύσαμε νωρίτερα.

- Εγώ δε μπορώ να πιστέψω οτι χάσαμε τόσο χρόνο, της λέει τραβώντας τη πάνω του.


   Η ώρα περνάει όπως το προηγούμενο βράδυ. Φιλιά δίνουν και παίρνουν, οι κινήσεις αργές, βασανιστηκές. Κάνουν έρωτα και δείχνουν πόσο ποθούν ο ένας τον άλλο, πόσο έλειψαν τα κορμιά τους. Την χαρά τους κόβει το κινητό της Άννας

- Ο Αλέξανδρος, λέει αδιάφορα.

- Και τι μας νοιάζει; απαντάει ο Αλκιβιάδης, ενώ συνεχίζει να την φιλάει στο λαιμό.

- Με έχει πάρει πολλές φορές απο το βράδυ και ίσως ανησυχεί...

   Δεν προλαβαίνει όμως να τελειώσει τη φράση της γιατί ο Αλκιβιάδης της δίνει ένα παθιασμένο φιλί καθώς συνεχίζουν το τανγκό του έρωτα.


Μόνο που λίγο αργότερα θα τους διακόψει το κουδούνι. 

- Μην πας, της λέει ο Αλκιβιάδης, άσε τους να φύγουν.

"Άννα! Είσαι μέσα;" ακόυγεται μια φωνή πίσω απο την πόρτα.


- Ο Αλέξανδρος! λέει έντρομη αυτή τη φορά και σηκώνεται να ντυθεί.


"Τώρα έρχομαι", του φωνάζει από το δωμάτιο, ώστε να σταματήσει να χτυπάει.


- Μα καλά, τι έγινε; της λέει μόλις ανοίγει την πόρτα.

- Τι εννοείς; του λέει τάχα αδιάφορα.

- Γιατί έφυγες τόσο απότομα χθες απο το μπαρ; Και γιατί δεν απαντούσες στις κλήσεις μου;

- Α, αυτό εννοείς; Ε, να είχα πονοκέφαλο κι ήθελα να ξεκουραστώ. Γι αυτό δεν το σήκωνα κιόλας. Με έπιασε μια ξαφνική ημικρανία.

- Κι ο Αλκιβιάδης; Σε έφερε σπίτι; Γιατί δεν είπες τίποτα σε μένα;

- Γιατί δεν του λες την αλήθεια Άννα; ρωτά ο Αλκιβιάδης απο την πόρτα του δωματίου.

- Ποια αλήθεια; ρωτά ο Αλέξανδρος.


   Την κοιτάζουν και οι δύο, καθώς ο Αλκιβιάδης πλησιάζει. Η Άννα παραμένει σιωπηλή.

- Οτι έφυγες μαζί μου, λέει ο Αλκιβιάδης για να τη βγάλει απο τη δύσκολη θέση.

- Μα, ναι, αυτό πήγαινα να πω, λέει η Άννα με ανακούφιση.

- Γιατί δεν είπες τίποτα σε μένα, ρωτά ο Αλέξανδρος.

- Γιατί εγώ και η Άννα αποφασίσαμε να είμαστε μαζί, του λέει αγκαλιάζοντάς τη.

- Μα, εγώ και η Άννα... βγαίναμε... νόμισα οτι ήμαστε μαζί, λέει σαστισμένος ο Αλέξανδρος.

- Άννα; Θα διαλέξεις; ρωτά ο Αλκιβιάδης με ένα μειδίαμα.

- Κοίτα Αλέξανδρε, ποτέ δε σου είπα οτι εγώ κι ο Αλκιβιάδης ήμασταν μαζί...

- Κι έβλεπες εμένα ταυτόχρονα;

- Όχι, δεν είναι έτσι, του εξηγεί η Άννα. Με τον Αλκιβιάδη υπήρξε μια... παρεξήγηση κι έτσι απομακρυνθήκαμε. Ας πούμε οτι χωρίσαμε για λίγο. Τότε σε γνώρισα κι αρχίσαμε να βγαίνουμε.

- Και η παρεξήγηση; Τώρα λύθηκε; ρωτά ειλικρινά. Πώς τα ξαναβρήκατε;

- Ναι, μιλήσαμε και μάθαμε οτι υπήρξε αυτή η κάποια παρεξήγηση και τη λύσαμε. Γι αυτό κι έφυγα χθες απο το μπαρ. Δεν είχα πονοκέφαλο, του εξηγεί μελαγχολικά. Κι αν πρέπει όντως να διαλέξω, αυτός θα είναι ο Αλκιβιάδης που τόσο περίμενα.


  Ο Αλέξανδρος σηκώνεται και λέει:

- Νομίζω οτι ήρθε η ώρα να αποχωρήσω. Χαίρομαι για σας και λυπάμαι ταυτόχρονα. Νόμισα πως θα με ερωτευόσουν, όπως εγώ εσένα. Μα, τώρα αρχίζω και καταλαβαίνω παραπάνω πράγματα από αυτά που συνέβησαν αυτό το διάστημα. 

"Καλή σας ημέρα", είπε κι έφυγε.


Τέλος.




0 comments:

Post a Comment

Your opinion is...?