Subscribe:

Wednesday, October 3, 2018

Η νύχτα είναι μοιραία - ποτέ δε μιλήσαμε

[Σας προτρέπω να βάλετε το τραγούδι να παίζει καθώς διαβάζετε το επεισόδιο αυτό]

  Αρχικά, κανείς απο τους δύο δεν κοιτάζει τον άλλο. Προσποιούνται πως κοιτούν την οθόνη των στίχων, παρ' όλο που και οι δύο τους γνωρίζουν καλά απ'έξω. Ξεκινά ο Αλκιβιάδης ως Γονίδης να τραγουδά " Αν είχες τη δύναμη, στα μάτια να με δεις και ότι ένιωθες, σε μένα να το πεις", μα όπως συνεχίζει γυρίζει το βλέμμα του πάνω της καθως τραγουδά "έτσι άδικα δε θα τελειώναμε εμείς". Η Άννα το παρατηρεί αυτό και με τη σειρά της τραγουδά "Δεν έβλεπες πως μακριά σου δεν μπορούσα", μα τον καρφώνει με το δικό της βλέμμα παρακάτω "πως ήμουν εγώ, που προσπαθούσα". Και τα δίνει όλα στο "και τη ζωή μου πως για σένα καταργούσα...". Στο ρεφρεν δε κοιτάζει κανείς κανέναν, μα συγκεντρώνονται στο κομμάτι. Μόνο προς το τέλος η Άννα τον κοιτά διακριτικά απο περιέργεια.

Ο Αλκιβιάδης χαμένος στις σκέψεις του, μεταβαίνει στη συνέχεια "Αν ήξερες πόσα βράδια είχα πεθάνει
και πόσα όνειρα για σένα είχα κάνει, αυτή η αγάπη τώρα θα χε βρει λιμάνι". Η Άννα μπαίνει στο δικό της μέρος κοιτώντας μία την Σοφία και μία τον Άκη. Δε διασκεδάζει κανείς, δε χαμογελά κανείς. Μόνο κάποια νοήματα γίνονται με τα μάτια της Σοφίας και τελικά το τελευταίο ρεφρεν τραγουδιέται σε στυλ μεγάλων τραγουδιστών που έχουν ζήσει πολλά μαζί. Δηλαδή, κοιτώντας ο ένας στα μάτια του άλλου...


Το κομμάτι τελειώνει και αφήνουν και οι δύο τα μικρόφωνα. Δεν γίνεται κανένα σχόλιο, μόνο η Σοφία προσποιείται την κουρασμένη και ζητά να πληρώσουν.  Ο Αλέξανδρος προθυμοποιείται να πάει την Άννα στο σπίτι, μα εκείνη επιμένει ότι η Λίζα είναι περισσότερο στο δρόμο του. Θέλει να περπατήσει. Ο Αλέξανδρος συμφωνεί απογοητευμένος και έτσι σιγά σιγά η παρέα διαλύεται.
   Καθώς χωρίζουν οι δρόμοι τους και καθένας τραβα προς το όχημα του, την Άννα σταματά κάποιο χερι που της εχει πιάσει το μπράτσο. Γυρίζοντας βλέπει τον Αλκιβιάδη να την κοιτάζει αμίλητος.
- Ξέχασες κατι; Τον ρωτά.
- Εσυ φαίνεται να ξέχασες.
- Ο μπλε αναπτήρας ειναι του Άκη, του λέει κοφτα.
- Δε μιλώ για τον αναπτήρα, νευριάζει αυτός.
   Σιγή.
- Άννα θέλω να μιλήσουμε.
- Φαίνεται πως το κάνουμε ήδη, του λέει πικροχολα.
- Μπορούμε να πάμε κάπου; Τη ρωτά ξεφυσωντας.
- δεν είμαι σίγουρη.
- να σε συνοδεύσω έστω, αποκρίνεται.

   Τι έχει να χασει άλλωστε; Αλλά και τι να εχει να κερδίσει;
   Προχωρούν μαζί. Μα σε όλη τη διαδρομή δε βγαίνει μιλιά, δεν κοιτιουνται και περπατούν σε απόσταση. Είκοσι ατελείωτα λεπτά, είναι κάτω από το σπίτι της.
   Σχεδόν αγνοώντας τον επιδεικτικά, γυρίζει το κλειδί και λίγο πριν εισέλθει, ψελλίζει ένα "ευχαριστώ". Ο Αλκιβιάδης τοτε χωρίς να χάσει χρονο της υπενθυμίζει πως ήθελε να μιλήσουν.

- δεν έβγαλες κουβέντα στην διαδρομή. Πόσο χρόνο θέλεις να μου σπαταλησεις ακομα; Τον ρωτά επιδεικτικά.
- ηθελα να είμαστε κάπου ηρεμα, λέει κατηγορηματικά.
- γιατι, θα παλέψουμε αλλιώς; Τον χλευάζει.
- Άννα γαμω το! Αναφωνεί αγανακτισμένος.
- Φύγε, του ζητά ήρεμα και καθώς διασχίζει το κατώφλι μπαίνει κι εκείνος μαζί της.
- Δε θα φύγω, πεισμωσα, θυμώνει εκείνος.
- μην φωνάζεις, θα ξυπνήσεις τον κόσμο!
- Θα με ακούσεις τότε.
- Σώπα κι έλα πανω, αναγωγε.

   Αγνοώντας την προσβολή, την ακολουθεί στο διαμέρισμα της που τόσες φορές έχει επισκεφτεί στο παρελθόν. Μπαίνοντας και κλείνοντας την πόρτα η Άννα συνεχίζει να τον αγνοεί βγάζοντας τα τακουνια της, ενώ εκείνος στέκεται ακίνητος.
- Δε θα μου πεις να περάσω; Τη ρωτά με απορία.
- Άνθρωπε μου εσύ με ακολούθησες, του λέει καθώς τον πλησιαζει
- Εσύ μου είπες να έρθω πάνω! Αντεπιτίθεται αυτός.
- Μα θα ξεσηκωνες την πολυκατοικία, του επιτίθεται ξανά.

   Βρίσκονται σε πολύ κοντινο τετ α τετ. Τότε εκείνος την αρπάζει και γυρίζοντας τη, την κολλάει στον τοίχο.
Εκείνη αναστατώνεται και προσπαθεί να χαλιναγωγήσει το στιγμιαίο φόβο.

- τι θέλεις; Τον ρωτά συγκροτημένη.

Λαμβάνει την απάντηση της, ακριβώς εκεί...



0 comments:

Post a Comment

Your opinion is...?